- πρωτεϊνοσυνδεόμενος
- -η, -ο, Νφρ. «δοκιμασία πρωτεϊνοσυνδεόμενου ιωδίου»(βιοχ. -ιατρ.) εργαστηριακή δοκιμασία με την οποία ελέγχεται η λειτουργία τού θυρεοειδούς με τη μέτρηση τής συγκέντρωσης τών θυρεοειδικών ορμονών στην κυκλοφορία τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεΐνη + συνδέω].
Dictionary of Greek. 2013.